Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΚΕΦΑΛΟΣ

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΚΕΦΑΛΟΣ
Οι δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές στην παραλία του Αγίου Στεφάνου στον κόλπο της Κεφάλου, 40 περίπου χιλιόμετρα Νοτιοδυτικά της πόλης της Κω, είναι κτίσματα του 5ου ή του 6ου αιώνα, με μερικά μεταγενέστερα στοιχεία και συμπληρώματα. Τις διακρίνουμε σε Νότια και Βόρεια Βασιλική. Απ' όλες τις Βασιλικές που ανακαλύφτηκαν από την αρχαιολογική σκα­πάνη στο νησί η μεγαλοπρεπέστερη και πιο άρτια διατηρημένη είναι η Βασιλική του Αγίου Στεφάνου, που βρίσκεται κοντά στον ισθμό της Κεφάλου, «εις γραφικωτάτην παρά την θάλασσαν (γήινην) γλώσσαν» κατά τον καθ. Αναστ. Κ. Ορλάνδο, ακριβώς απέναντι από τη νησίδα Καστρί. Στην πραγματικότητα πρόκειται για σύμπλεγμα δύο Βασιλικών που είναι χτισμένες πάνω σε βράχο και διατηρούνται σε άριστη κατάσταση.
Η αποκάλυψή τους οφείλεται στον Ιταλό καθηγητή Laurenzi και η ανοικοδόμηση τους υπολογίζεται μεταξύ του 469 και 554 μ.Χ., μεταξύ δηλ. των δύο μεγάλων καταστρεπτικών σεισμών που έπληξαν το νησί, από τους οποίους ο δεύτερος υπήρξε μοιραίος για το μνημείο.
Σύμφωνα με τον καθ. Ορλάνδο που μελέτησε το μνημείο η πρόσβαση σ' αυτό γινόταν κυρίως από τη θάλασσα αλλά και από την αμμώδη ξηρά.
Η νότια Βασιλική διαστάσεων 22,85 Χ 15,50 μ. είναι μεγαλύ­τερη και προγενέστερη της άλλης. Οι τοίχοι ολόκληρου του συγκροτήματος είναι κατασκευασμένοι από ντόπιο κοκκινωπό πωρόλιθο. Αν κρίνει κανείς από τα διασωθέντα θεμέλια της Βασιλικής πρέπει να υπήρχε κάποιος θολωτός πυλώνας που οδηγούσε στο «Αίθριο». την ορθογώνια αυλή μπροστά από την πρόσοψη της Βασιλικής που περιστοιχίζεται από γρανιτένιους κίονες (κολώνες), μερικοί από τους οποίους έχουν αναστηλωθεί. Το «Αίθριο» εξυπηρετούσε πρακτικούς και κοινωνικούς σκοπούς, και πριν από τη διαμόρφωση του νάρθηκα, και λειτουργικούς. Στο κέντρο του «Αίθριου» υπάρχουν λείψανα περίοπτης φιά­λης (βρύσης) που υπήρχε πάντα στις Βασιλικές προκειμένου να καλύπτονται οι ανάγκες των πιστών σε πόσιμο νερό αλλά και για την κάθαρση τη σωματική και ψυχική που γινόταν με το συμβολικό νήψιμο.
Λόγω της έλλειψης χώρου το ορθογώνιο αίθριο της Βασιλικής του Αγί­ου Στεφάνου είναι τοποθετημένο πλαγιαστά. Επειδή το δάπεδο του αίθριου βρίσκεται εδώ σε χαμηλότερη στάθμη από το δάπεδο του νάρθηκα και του κυρίως ναού, η πρόσβαση σ' αυτούς τους χώρους γινόταν με βαθμίδες (σκαλοπάτια) που είχαν λαξευθεί σ' όλο το μήκος της ανατολικής πλευράς του αίθριου.
Ανεβαίνοντας τα λαξευτά σκαλοπάτια ερχόμαστε στο νάρθηκα, που εί­ναι στενός και επιμήκης χώρος με εγκάρσια διάταξη στον κύριο άξονα του κτιρίου. Επειδή οι πιστοί δεν έπρεπε να βλέπουν «απευθείας» όσα γίνονταν στο ιερό βήμα η είσοδος από το αίθριο στο νάρθηκα γίνονταν από τις δύο πλάγιες πόρτες που υπάρχουν.
Στο κέντρο του δαπέδου του νάρθηκα υπάρχει ψηφιδωτή παράσταση δύο παγωνιών, στα κενά που σχηματίζονται μεταξύ κεντρικού κύκλου και του τετραγώνου που τον περιβάλλει, καθώς και παράσταση αετού με ανοι­χτά φτερά στο κέντρο του πλέγματος που διακοσμεί τον παραπάνω κύκλο. Το όλο σύμπλεγμα συμπληρώνουν παραστάσεις πτηνών σε διάφορες στάσεις.
Αμέσως μετά το νάρθηκα ερχόμαστε μέσα από τις τρεις πύλες στον «Κυρίως ναό», στον χώρο δηλαδή που γίνονταν οι συγκεντρώσεις των πι­στών για τη συμμετοχή τους στη θεία λατρεία. Στο δάπεδο της κεντρικής εισόδου υπάρχει ψηφιδωτή επιγραφή.
Ο κυρίως ναός έχει σχήμα ορθογώνιο και καταλήγει στην αψίδα του Ιερού. Είναι τρίκλιτος, δηλ. έχει δύο κιονοστοιχίες οι οποίες τον διαιρούν σε τρία μέρη, τα κλίτη, από τα οποία το μεσαίο είναι πλατύτερο των δύο πλαγίων. Οι κίονες (κολώνες) είναι κατασκευασμένες από λευκό μάρμαρο και έχουν ιωνικά κιονόκρανα με επίθυμα. Το κενό μεταξύ των κιόνων κλεινόταν κάτω με μαρμάρινες ανάγλυφες πλάκες (θωράκια) λεί­ψανα των οποίων σώζονται και σήμερα.
Το μεσαίο κλίτος ασφαλώς θα είχε μεγαλύτερο ύψος από τα δύο πλά­για, αφού αυτή η τεχνική ήταν συνηθισμένη προκειμένου να εξασφαλίζεται καλύτερος φωτισμός τόσο από τα παράθυρα των πλευρικών κλιτών όσο και από τα παράθυρα-φωταγωγούς του μεσαίου υπερυψωμένου κλίτους. Στο μέσο ή λίγο πλάγια του μεσαίου κλίτους υπήρχε μαρμάρινος άμβωνας του οποίου σώζεται μεγάλο κομμάτι με λαξευμένα σκαλοπάτια. Το δάπεδο του κυρίως ναού είναι διακοσμημένο με ψηφιδωτούς συμπλεκόμενους σηρικούς τροχούς.
Το «Ιερό Βήμα» ή «πρεσβυτέριο» χωρίζεται από τον κυρίως ναό με τα υπολείμματα του μαρμάρινου φράγματος (τέμπλου). Είναι ελαφρά υπερυψωμένο σε σχέση με τον κυρίως ναό, γιατί είναι χώρος προορισμένος για τον ιερό κλήρο. Στο κέντρο του Ιερού Βήματος βλέπουμε το μαρμάρινο απομεινάρι της «Αγίας Τράπεζας», που προφανώς είναι η κάτω πλάκα πάνω στην οποία στηρίζονταν τα τέσσερα πόδια της (κιονίσκοι). Είναι ορθογωνίου σχήματος με ανάγλυφο πλαίσιο στα πλάγια.
Γύρω από την Αγία Τράπεζα σε σχήμα θεατροειδές βρίσκονται τα ίχνη του «Συνθρόνου». Είναι οι θέσεις των πρεσβυτέρων με τον Επίσκοπο στο κέντρο. Το σύνθρονο έχει μεγάλη σπουδαιότητα γιατί είναι το σύμβολο της κηρυκτικής, βασιλικής και ιερατικής ιδιότητας του Επισκόπου ο οποίος ει­κονίζει τον Χριστό.
Με μια πόρτα που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του ναού, κοντά στο νάρθηκα περνάμε σε άλλη μικρότερη Βασιλική που ακουμπά στο βόρειο τοίχο της πρώτης. Είναι και αυτή τρίκλιτη, με τη διαφορά ότι οι κιονοστοιχίες που χωρίζουν τα κλίτη μεταξύ τους αποτελούνται από κίονες που εναλλάσσονται με πεσσούς (ορθογώνια κτιστά στηρίγματα).
Σε καλή κατάσταση έχει διατηρηθεί το σύνθρονο και τα θεμέλια του τέμπλου. Το δάπεδο είναι διακοσμημένο με ψηφιδωτές γεωμετρικές και φυτικές παραστάσεις (φωτ. 18). Ακριβώς πίσω από την κόγχη του ιερού της δεύτερης αυτής Βασιλικής και βορειοανατολικά του όλου συγκροτήματος βλέπουμε τα ερείπια του «Βαπτιστηρίου». Είναι ο χώρος που γίνονταν οι βαπτίσεις μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της κατήχησης . Το σχήμα του είναι σχεδόν τετράγωνο με διαστάσεις εσωτερικά 10,55 x 9,45 μ. Το «φωτιστήριο» (ιδιαίτερος χώρος των βαπτίσεων) είναι επίσης τετράγωνο και περιβάλλεται από όλες τις πλευρές του από ορθογώνιους δια­δρόμους με τους οποίους επικοινωνεί με τρεις πόρτες στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά του.
Οι τοίχοι του φωτιστηρίου έχουν πλάτος 0,58 μ. Στις τέσσερις γωνίες του υπάρχουν τέσσερεις χτιστοί πεσσοί τετράγωνοι, με διαστάσεις 0,42 x 0,42 μ. που στήριζαν ασφαλώς τα τόξα του χτιστού χαμηλού ημισφαιρικού τρούλλου. Το δάπεδο του φωτιστηρίου καλύπτεται από μαρμάρινες πλάκες, ενώ τα δάπεδα των διαδρόμων που το περιβάλλουν καλύπτονται με ψηφιδωτές παραστάσεις οκτάκτινων αστεροειδών σχημάτων και μεταξύ τους υπάρχουν τετράγωνα ορθά και κατά κορυφή, που περιέχουν γεωμετρικές και φυτικές διακοσμήσεις ή πτηνά. Υπάρχουν επίσης σηρικοί τροχοί που διανθίζονται με σχήματα αλυσοειδούς ταινίας, τόξου της ίριδος και κυματοειδούς ταινίας.
Το συγκρότημα του Βαπτιστηρίου επικοινωνεί άμεσα τόσο με τη μεγάλη Βασιλική με πόρτα που ανοίγει στο ανατολικό τμήμα του τοίχου της, όσο και με τη μικρότερη με άλλη πόρτα στην ανατολική πλευρά του βορείου κλίτους της.
Η κολυμβήθρα που βρίσκεται στο μέσο του φωτιστηρίου δε διατηρείται δυστυχώς σε καλή κατάσταση. Αυτή είναι χτισμένη με πέτρες και κορασάνι και έχει εσωτερικά και εξωτερικά μαρμάρινη επένδυση. Εσωτερικά στο κατώτερο τμήμα της έχει σχήμα τετραγώνου, στη μέση διαμορφώνεται ο­κταγωνική και στο πάνω τμήμα της ήταν πιθανώς σταυροειδής. Αυτού του υποτιθέμενου σταυρού διατηρείται το δυτικό σκέλος στο οποίο υπάρχουν δύο σκαλοπάτια ύψους 0,20 και 0,37 μ. Τα χείλη της κολυμβήθρας απέχουν από το δάπεδο κατά 0,22 μ. και το πάχος τους είναι 0,22 μ.. Το βάθος της ήταν 0,82 μ..
Εκτός από το Βαπτιστήριο το σύμπλεγμα διαθέτει και άλλους χώρους (προσκτίσματα). Έτσι, μέσα από ένα μακρύ διάδρομο σ' όλο το μήκος της νότιας πλευράς του κυρίως ναού μπορούσε κανείς να περάσει από το αίθριο στο αμέσως δεξιά αψιδωτό διαμέρισμα του «διακονικού» και στα βοηθητικά διαμερίσματα που βρίσκονται πλάγια από το ιερό. Το διακονικό είναι το ιδιαίτερο διαμέρισμα στο οποίο τοποθετούσαν οι πιστοί τις προσφορές (άρτο, οίνο, μέλι, κερί κλπ.) από τις οποίες οι διάκονοι μετέφεραν τις απαραίτητες για τη Θ. Λειτουργία στην τράπεζα της προθέσεως η οποία υπήρχε μπροστά από το Ιερό Βήμα. Το διαμέρισμα που βρίσκεται δίπλα στο ιερό χρησίμευε προφανώς σαν σκευοφυλάκιο όπου φυλάσσονταν τα ιερά σκεύη και τα λατρευτικά αντικείμενα του ναού.
 
Σχετική ανάρτηση: ΚΑΣΤΡΙ
Πηγή: ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΥ-Η Βασιλική του Αγίου Στεφάνου του Αρχιμανδρίτη Κωσταντίνου Μανώτη
Φωτογραφίες: Sophia Karagianni

Ακολουθεί η μετάφραση του κειμένου στα αγγλικά:

Early Christian Basilica of Saint Stephen, Kefalos

The two Early Christian basilicas on the beach of Agios Stefanos, in the bay of Kefalos, approximately 40 kilometers southwest of the town of Kos, date to the 5th or 6th century AD, with some later elements and additions. They are distinguished as the Southern and the Northern Basilica. Of all the basilicas uncovered by archaeological excavations on the island, the Basilica of Saint Stephen is the most magnificent and the best preserved. It is located near the isthmus of Kefalos, “on a most picturesque tongue of land by the sea,” as noted by Professor Anastasios K. Orlandos, directly opposite the islet of Kastri. In reality, it is a complex of two basilicas built on rock and preserved in excellent condition.

Their discovery is attributed to the Italian professor Laurenzi, and their construction is dated between 469 and 554 AD, that is, between the two major destructive earthquakes that struck the island, the second of which proved fatal for the monument. According to Professor Orlandos, who studied the site, access to the basilica was primarily from the sea, but also from the sandy shore.

The Southern Basilica, measuring 22.85 × 15.50 meters, is larger and older than the other. The walls of the entire complex are built of local reddish porous stone. Judging from the preserved foundations, there must originally have been a vaulted gateway leading to the “Atrium,” the rectangular courtyard in front of the basilica’s façade, which was surrounded by granite columns, some of which have been restored. The atrium served practical and social purposes and, before the formation of the narthex, also liturgical ones. At the center of the atrium are the remains of a prominent fountain, a standard feature of basilicas, intended to meet the faithful’s needs for drinking water and for bodily and spiritual purification through the symbolic act of washing.

Due to limited space, the rectangular atrium of the Basilica of Saint Stephen is positioned laterally. Since the floor of the atrium lies at a lower level than that of the narthex and the main church, access to these areas was provided by steps carved along the entire length of the eastern side of the atrium.

Ascending the carved steps, one enters the narthex, a narrow and elongated space arranged transversely to the main axis of the building. As the faithful were not meant to see directly what took place in the sanctuary, entry from the atrium into the narthex was through the two side doors.

At the center of the narthex floor is a mosaic depiction of two peacocks in the spaces formed between a central circle and the surrounding square, as well as a depiction of an eagle with outspread wings at the center of the decorative grid of the circle. The ensemble is completed by representations of birds in various poses.

Immediately after the narthex, passing through the three entrances, one enters the nave, the space where the faithful gathered to participate in divine worship. At the floor of the central entrance there is a mosaic inscription. The nave has a rectangular plan and ends in the apse of the sanctuary. It is a three-aisled basilica, divided by two colonnades into three aisles, the central one being wider than the two side aisles. The columns are made of white marble and are topped with Ionic capitals with impost blocks. The spaces between the columns were closed at the lower level by marble relief slabs (chancel screens), fragments of which survive today.

The central aisle was certainly higher than the side aisles, a common architectural solution that allowed better lighting both from the windows of the side aisles and from clerestory windows of the raised central aisle. In the middle, or slightly off-center, of the central aisle stood a marble ambo, of which a large fragment with carved steps is preserved. The floor of the nave is decorated with mosaic interlacing circular motifs.

The sanctuary, or presbytery, is separated from the nave by the remains of the marble templon (chancel screen). It is slightly elevated above the nave, as it was reserved for the clergy. At the center of the sanctuary stands the marble remnant of the Holy Altar, evidently the lower slab upon which the four supporting columns once stood. It is rectangular, with a relief frame along its sides.

Around the Holy Altar, arranged in a semi-circular, theater-like form, are the remains of the synthronon—the seats of the presbyters, with the bishop’s throne at the center. The synthronon is of great importance, as it symbolizes the teaching, royal, and priestly authority of the bishop, who represents Christ.

Through a door located on the north side of the church near the narthex, one enters a smaller basilica adjoining the northern wall of the larger one. It is also three-aisled, with the difference that the colonnades separating the aisles consist of alternating columns and piers (rectangular built supports).

The synthronon and the foundations of the templon in this smaller basilica are well preserved. The floor is decorated with mosaic geometric and vegetal motifs. Directly behind the apse of the sanctuary of this second basilica, and to the northeast of the entire complex, lie the ruins of the baptistery, the space where baptisms were performed after the completion of catechesis. Its plan is almost square, with interior dimensions of 10.55 × 9.45 meters. The baptistery proper is also square and is surrounded on all sides by rectangular corridors, communicating with them through three doors on the north, west, and south sides.

The walls of the baptistery are 0.58 meters thick. At its four corners stand four square built piers, measuring 0.42 × 0.42 meters, which undoubtedly supported the arches of the low hemispherical dome. The floor of the baptistery is paved with marble slabs, while the surrounding corridors are decorated with mosaics depicting eight-pointed star shapes. Between them are squares, both orthogonal and rotated, containing geometric and vegetal decorations or birds. There are also interlacing circular motifs embellished with chain patterns, rainbow arches, and wave bands.

The baptistery complex communicates directly with both the large basilica, through a door opening in the eastern section of its wall, and the smaller basilica, through another door on the eastern side of its northern aisle.

The baptismal font located at the center of the baptistery is unfortunately not well preserved. It is built of stone and mortar and was lined with marble both inside and out. Internally, its lower section is square, the middle section octagonal, and the upper section was probably cruciform. Of this presumed cross shape, the western arm is preserved, with two steps measuring 0.20 and 0.37 meters in height. The rim of the font rises 0.22 meters above the floor and has a thickness of 0.22 meters. Its depth was 0.82 meters.

In addition to the baptistery, the complex includes other ancillary spaces. Through a long corridor running along the entire length of the southern side of the nave, one could pass from the atrium to the apsed chamber of the diakonikon on the right, as well as to auxiliary rooms adjacent to the sanctuary. The diakonikon was the special room where the faithful placed their offerings (bread, wine, honey, candles, etc.), from which the deacons transferred what was needed for the Divine Liturgy to the table of prothesis located before the sanctuary. The room next to the sanctuary likely served as a sacristy, where sacred vessels and liturgical objects were kept.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου